- ἕρσης
- ἕρσηdewfem gen sg (attic epic ionic)ἔρσαdewfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔρσης — ἔρσα dew fem gen sg (attic epic ionic) ἔρσις a binding fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἕρσης — Ἕρση fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγραυλος — Προσωνυμία θεάς και όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Προσωνυμία της θεάς Αθηνάς, που την έλεγαν Αγλαυρίδα Αγραυλίδα Παρθένο, Αθηνά Άγραυλο (Αθηνά των αγρών). 2. Κόρη του Ακταίου, πρώτου θρυλικού βασιλιά της Αττικής και σύζυγος του Κέκροπα. Μητέρα… … Dictionary of Greek
δειπνοφορία — δειπνοφορία, η (Α) [δειπνοφόρος] εορταστική πομπή και τελετουργική παράθεση δείπνου προς τιμήν τής Έρσης, τής Πανδρόσου και τής Αγλαύρου … Dictionary of Greek
ερυσίχθων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Μυρμιδόνα ή του Τριόπα, εγγονός του Ποσειδώνα, που τον έλεγαν και Άθωνα. Ήταν περιώνυμος για την ασέβειά του. 2. Αθηναίος, γιος του Κέκροπα, αδελφός της Αγλαύρου, της Έρσης και της Πανδρόσου, ο οποίος… … Dictionary of Greek
κέφαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ερμή ή του Πανδιόνα και της Έρσης (κόρης του Κέκροπα) ή της Κρέουσας, επώνυμος του δήμου Κεφαλής και του αττικού γένους των Κεφαλιδών. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ερωτεύτηκε την Πρόκριδα, την παντρεύτηκε και ζούσε … Dictionary of Greek
κήρυξ — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της Αττικής, αρχηγέτης και επώνυμος του ιερατικού γένους των Κηρύκων. Τον θεωρούσαν γιο του Εύμολπου και πατέρα του Εύμολπου B’. Υπήρχε επίσης η άποψη ότι ήταν γιος του Ερμή και της Αγραύλου ή της Πανδρόσου ή της… … Dictionary of Greek
πάνδροσος — I Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Κέκροπα, αδελφή της Έρσης και της Αγραύλου και μητέρα του Κήρυκα από τον Ερμή. Το δυτικό μέρος του Ερεχθείου ονομαζόταν Πανδρόσιον, γιατί εκεί η Π. λατρευόταν μαζί με τη θεά Αθηνά. II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.) … Dictionary of Greek
Αδιάντη — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Δαναού και της Έρσης. Παντρεύτηκε τον Δαΐφρονα, γιο του Αιγύπτου … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek